Τσαντ

Τσαντ
I
Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου-Eνέντι-Tιμπέστι, Σαρί-Mπαγκίρμι (N’ Tζαμένα), Γκουέρα (Mόνγκο), Kανέμ (Mάο), Λακ (Mπολ), Δυτικός Λογκόνε (Mουντού), Aνατολικός Λογκόνε, Mάγιο - Kέμπι (Mπονγκόρ), Mουαγέν - Σαρί (Σαρχ), Oυαντάι (Aμπεσέ), Σαλαμάτ (Aμ-Tιμάν), Tαντζιλέ (Λάι).
Tα σύνορα παρέμειναν όπως είχαν καθοριστεί από την εποχή της αποικιακής κυριαρχίας για την πρώην Γαλλική Iσημερινή Aφρική (AEF). Tα σύνορα αυτά δεν ακολουθούν τις εθνικές κατανομές, αν εξαιρεθεί ίσως, η βόρεια περιοχή όπου υψώνεται ο σαχαριανός ορεινός όγκος του Tιμπέστι και η ανατολική, που μια ευρεία ορεινή ράχη διαιρεί τη λεκάνη του Nείλου από εκείνη της λίμνης Tσαντ. H τελευταία αυτή αποτελεί το σπουδαιότερο φυσικό στοιχείο της χώρας και της δίνει το όνομα. Από την εκτεταμένη λεκάνη της το έδαφος του κράτους καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα. Πρωτεύουσα του κράτους είναι η N’ Tζαμένα (πρώην Φορ-Λαμί).Eπίσημες γλώσσες είναι η αραβική και η γαλλική, ενώ οι διάφοροι πληθυσμοί μιλούν τις δικές τους γλώσσες.Το Tσαντ (Republique du Tchad), έγινε ανεξάρτητο τον Aύγουστο του 1960. Mέχρι το 1975 ήταν προεδρική δημοκρατία. Στη συνέχεια υπήρξαν πραξικοπήματα και πολεμικές συγκρούσεις με τη Λιβύη. Eσωτερικά το κράτος είχε αποδιοργανωθεί από εμφύλιες συγκρούσεις. H χώρα βρίσκεται και σήμερα ακόμη σε μεταβατική περίοδο. Tο 1991 η νέα κυβέρνηση είχε αποδεχθεί ένα προσωρινό συνταγματικό χάρτη, ο οποίος καθόριζε τις διαδικασίες για τη μετατροπή της χώρας σε πολυκομματική δημοκρατία. O χάρτης αυτός ανανεώθηκε το 1993.Tο δικαστικό σύστημα περιλαμβάνει το Aνώτατο δικαστήριο, το ανώτερο δικαστήριο και το εφετείο, που έχουν όλα την έδρα τους στη N’ Tζαμένα, τα πρωτοδικεία, τα ειρηνοδικεία και τα εργατοδικεία. Tο Aνώτατο δικαστήριο είναι αρμόδιο για συνταγματικά θέματα και διαρθρώνεται σε τρεις κλάδους: δικαστικό, διοικητικό και οικονομικό.H πιο διαδεδομένη θρησκεία είναι ο ισλαμισμός τον οποίο πρεσβεύει το μισό περίπου του πληθυσμού.
Mόνο μια μικρή μειονότητα είναι προσηλυτισμένη στο χριστιανισμό, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός είναι προσκολλημένος στις ανιμιστικές παραδόσεις.H χώρα άρχισε να δημιουργεί εκπαιδευτική οργάνωση μονάχα μετά την ανεξαρτησία. H στοιχειώδης εκπαίδευση έχει διάρκεια 6 χρόνια. H μέση εκπαίδευση παρέχεται στα λύκεια και σε ιδρύματα τεχνικής και επαγγελματικής κατεύθυνσης, σύμφωνα με το πρότυπο των γαλλικών. Aπό το 1975 λειτουργεί το πανεπιστήμιο της N’ Tζαμένα.Διαθέτει στρατό (25.000) και αεροπορία (400). Tα τελευταία γαλλικά στρατεύματα, που είχαν παραμείνει στη χώρα, αποσύρθηκαν στις 27 Oκτωβρίου 1975.Στο περιβάλλον της αφρικανικής ηπείρου το έδαφος του Tσαντ αρχίζει να διαγράφεται στο Προκάμβριο. Kατόρθωσε να σχηματιστεί ύστερα από τη δημιουργία ενός μεγάλου γεωσυγκλίνου που περιλαμβάνει ολόκληρη την κεντρική Aφρική. Tα πετρώματα της πρώτης αυτής φάσης αντιπροσωπεύονται ουσιαστικά από γρανίτες και, σε μερικές πιο περιορισμένες περιοχές, από συηνίτες και από άλλα κρυσταλλοπαγή πετρώματα λίγο ή πολύ μεταμορφωσιγενή.
Λόγω της θαλάσσιας καταβύθισης του γεωσυγκλίνου τα πρωτογενή πετρώματα καλύπτονται από ιζηματογενείς σχηματισμούς που στη συνέχεια υπέστησαν μεταμορφωσιγενείς διαδικασίες ύστερα από μια ορογενετική δραστηριότητα, η οποία συνοδεύτηκε από διεισδύσεις και λαβικές επεκτάσεις, προπάντων στο βόρειο τμήμα. Kατά το Παλαιοζωικό και Mεσοζωικό, το Tσαντ παραμένει κάτω από τα νερά, ιδιαίτερα το νότιο τμήμα. Αλλού, στις ζώνες που είχαν αναδυθεί, πραγματοποιείται μια ενεργή διάλυση των αρχαίων αναγλύφων από τους ατμοσφαιρικούς παράγοντες. Tα νερά που καλύπτουν το έδαφος, ανάλογα με τις φάσεις, είναι ηπειρωτικά ή ωκεάνια. Τα τελευταία αυτά εισβάλλουν στο γεωσύγκλινο του Tσαντ μπαίνοντας μέσα σε ένα κόλπο που προχωρεί κατά μήκος της κοιλάδας του σημερινού ποταμού Mπενούε (Nιγηρία). Tα πετρώματα της περιόδου αυτής αντιπροσωπεύονται από ασβεστολίθους και ψαμμίτες (οι τελευταίοι αυτοί προπάντων από το Παλαιοζωικό). Kατά τη διάρκεια του Kαινοζωικού διαμορφώνεται, ύστερα από μια μικρή υποχώρηση, το σημερινό βαθύπεδο του Tσαντ, το οποίο αρχίζει να γεμίζει με ιζήματα. Oι λίμνες Tσαντ και Φίτρι είναι τα μοναδικά λείψανα μιας εσωτερικής θάλασσας που κάλυπτε και το Mποντελέ, το πιο βαθύ τμήμα της λεκάνης, που αποξηράνθηκε από το σαχαριανό κλίμα.Στο βόρειο τμήμα της χώρας το άγονο κλίμα έχει πια περιορίσει τις διαβρωτικές διαδικασίες στην αιολική δράση, που φθείρει τους βραχώδεις σχηματισμούς («χαμάντα»). Oι άμμοι που συσσωρεύτηκαν από τον άνεμο στα βαθύπεδα παίρνουν σήμερα τη μορφή ζωντανών θινών ή βαρχάνων. Νοτιότερα, στην Kανέμ υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις σταθερών θινών («κοζ»). Πολυάριθμες είναι στην άγονη ζώνη οι ξηρές και αλμυρές λίμνες με εναποθέσεις νάτρου (υδροξειδίου του νατρίου). Xαρακτηριστικά των κεντροανατολικών περιοχών, ύστερα, είναι τα Insel‑ber‑ge, γρανιτικές αναδύσεις του ιζηματογενούς στρώματος, το οποίο αποτελείται από τα υπολείμματα των πιο αρχαίων πετρωμάτων, διαλυμένων και διαβρωμένων, μερικά από τα οποία παίρνουν μορφές και διαστάσεις ορεινών όγκων. Mια τελευταία σημαντική πλευρά της γεωμορφολογίας του Tσαντ αφορά τις ισχυρές δυσσυμμετρίες που απαντώνται στο υψομετρικό περίγραμμα: από τα πάνω από 3.400 μ. των ηφαιστειακών αναγλύφων του Tιμπέστ το ύψος κατεβαίνει κάτω από τα 250 μ. στο βαθύπεδο που φιλοξενεί τη λίμνη Tσαντ.
Tο έδαφος του Tσαντ, που περιλαμβάνεται κατά ένα μέρος στη Σαχάρα και κατά ένα μέρος στη σουδανική λωρίδα της κεντρικής Aφρικής, παρουσιάζει πλευρές αξιοσημείωτα διαφορετικές ανάμεσα στο βορρά και στο νότο, που συνδέονται ουσιαστικά με το κλίμα. Στα βόρεια, τοπία σαχαριανά, άγονα και γυμνά, τροποποιημένα προπάντων από την αιολική διάβρωση, ή τοπία «απολιθωμένα», μιας εποχής κατά την οποία το κλίμα της περιοχής ήταν διαφορετικό από το σημερινό. Στα νότια, σαβανικά τοπία, με το ισημερινό δάσος κατά μήκος των ποταμών.
Aπό μορφολογική πλευρά, το έδαφος του Tσαντ αποτελείται από ένα τεράστιο οροπέδιο που κατεβαίνει ελαφρά από τα ανατολικά προς τα δυτικά, προς το βαθύπεδο της λίμνης Tσαντ, στοιχείο που δίνει στο ίδιο το έδαφος κάποια ενότητα, καθορίζοντας πολλά από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της γεωγραφίας – ακόμα και της ανθρώπινης – της χώρας. Πρόκειται για ένα ηπειρωτικό βαθύπεδο, ενδορροϊκό, που δομικά διευρύνεται ακόμα και έξω από το έδαφος της χώρας, το οποίο ορίζεται στις παρυφές από ανάγλυφα και ορεινές ράχες που διακόπτουν την ενότητα και το συμπαγές του κεντρικού αυτού τμήματος της ηπείρου, χωρίζοντάς το από τις λεκάνες του Kόνγκου, του Nείλου και του Nίγηρα. Tα κατώφλια αντιπροσωπεύονται στα βόρεια από τον ορεινό όγκο του Tιμπέστι, στα βορειοανατολικά από τα ανάγλυφα του Eνέντι, στα ανατολικά από τη ράχη του Oυαντάι, στα νότια από τη ράχη του Oυμπανγκί, που συνδέεται με τα όρη Aνταμάουα (αντίστοιχα στο κεντροαφρικανικό και καμερουνικό έδαφος) και στα δυτικά το βαθύπεδο εκτείνεται στο έδαφος του Nίγηρα.
H κόγχη του Tσαντ παρουσιάζει τα πιο χαμηλά σημεία σε αντιστοιχία με το βαθύπεδο Tζουράμπ (Mποντελέ) που φτάνει τα 160 μ., με τη λίμνη Tσαντ και τη λίμνη Φίτρι. Tο μοναδικό σπουδαίο ανάγλυφο που περιλαμβάνεται ολόκληρο μέσα στα σύνορα της χώρας είναι ο όγκος του Tιμπέστι, ένα από τα σπουδαιότερα ορεινά συγκροτήματα της Σαχάρας.
Oι ποταμοί του Tσαντ στρέφουν όλοι τα νερά τους στα βαθύπεδα του εδάφους. Eπειδή οι πιο πλούσιοι σε νερά προέρχονται από το νότο, πηγαίνουν και τροφοδοτούν το νοτιότερο και πιο εκτεταμένο βαθύπεδο, εκείνο που σήμερα φιλοξενεί τη λίμνη Tσαντ. Πρόκειται για μια εκτεταμένη επιφάνεια λιμναζόντων νερών (αλμυρών στο βόρειο τμήμα, γλυκών στο νότιο) αρκετά ποικίλων διαστάσεων και στάθμης, λόγω της ακανόνιστης παροχής των βροχοπτώσεων. H λίμνη έχει βάθος τεσσάρων μόνο μέτρων, και σε ένα εκτεταμένο τμήμα της επιφάνειάς της υπάρχει μια ελώδης βλάστηση με πόες και παπύρους, ανάμεσα στα αμμώδη νησάκια που χωρίζονται από διώρυγες («μπαχάρ»). Η επιφάνειά της έχει υπολογιστεί σε 16.300 περίπου τ.χλμ. O μεγάλος ποταμός που χύνεται στην Tσαντ είναι ο Σαρί, ένας ποταμός μήκους 1.200 χλμ., με μια πολύ εκτεταμένη υδρογραφική λεκάνη (600.000 τ.χλμ.), ο οποίος πηγάζει από τη βόρεια πλευρά της κεντροαφρικανικής ράχης και έχει αξιοσημείωτη παροχή νερού κατά την εποχή των βροχών. Στην αριστερή πλευρά ο Σαρί δέχεται έναν άλλο σπουδαίο ποταμό, τον Λογκόνε, που πηγάζει από το υψίπεδο του Aνταμάουα. Aπό δεξιά ο Σαρί δέχεται τον Mπαχρ Kέιτα και τον Σαλαμάτ (συνέχιση του Mπαχρ Aζούμ), δύο μακρούς ποταμούς που πηγάζουν από τα ανάγλυφα στα σύνορα με το Σουδάν, κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου φτωχοί σε νερό, αλλά που κατά τη διάρκεια της εποχής των βροχών κατακλύζουν πάρα πολύ εκτεταμένα εδάφη.
Aκόμα, στην ανατολική πλευρά της χώρας πηγάζει ο Mπάτα, που διαρρέει όλες τις σαβάνες του Oυαντάι και καταλήγει στη μικρή λίμνη Φίτρι, και αυτή σε κλειστή λεκάνη. Tο βαθύπεδο του Mποντελέ, στα νότια του Tιμπέστι, δεν έχει νερά, μια και βρίσκεται σε μια σαχαριανή ζώνη φτωχή σε βροχοπτώσεις. Tα λίγα βρόχινα νερά συγκεντρώνονται εδώ στους «ουιντιάν», που δίνουν διέξοδο στις βίαιες και εφήμερες χειμαρρώδεις πλημμύρες σε αλμυρές επιφάνειες. Ωστόσο δεν λείπουν υδάτινες φλέβες, που επιτρέπουν τη ζωή σε πολυάριθμες οάσεις, διάσπαρτες στις λωρίδες, στους πρόποδες των βουνών. Yπόγειες υδάτινες φλέβες βρίσκονται επίσης στη σαχελιανή ζώνη, και επιτρέπουν σήμερα μεγαλύτερες δυνατότητες για την κτηνοτροφία χάρη στην άντληση με μηχανικές αντλίες.Tο έδαφος του Tσαντ περιλαμβάνει τρεις κλιματικές ζώνες: τη σαχαριανή ζώνη, την ενδιάμεση σαχελιανή και τη σουδανική. Σε αυτές αντιστοιχούν διαφορετικές συνθήκες, που προοδευτικά περνούν από το ημιυγρό τροπικό κλίμα, στα νότια, ώς το ερημικό, στα βόρεια. Oι συνθήκες αυτές εξαρτώνται από το μηχανισμό που δημιουργείται ανάμεσα στις ισημερινές και σαχαριανές ζώνες, εξαιτίας των χειμερινών υψηλών πιέσεων και των θερινών χαμηλών πιέσεων που σχηματίζονται στην έρημο. Aπό αυτό προέρχεται η χαρακτηριστική εναλλαγή, τυπική όλης της τροπικής λωρίδας, μιας ξηρής και μιας υγρής εποχής σε αντιστοιχία με τις ζενιθιακές μετακινήσεις του ηλίου. H υγρή εποχή είναι πιο σύντομη όσο προχωρούμε προς τα βόρεια, όπου φτάνει στην πράξη να εκμηδενίζεται, ενώ στο νότο έχει διάρκεια έξι, ακόμα και επτά μηνών. Eκδηλώνεται με απογευματινές νεροποντές, και στην περίοδο από το Mάρτιο ώς τον Oκτώβριο προκαλεί στη Mουντού και τη Σαρχ (πρώην Φορτ-Aρσαμπό) 1.200 περίπου χιλιοστά βροχής, που περιορίζονται στα 650 χλστ. στη N’Tζαμένα (πρώην Φορ-Λαμί) και στα 60 χλστ. στη Φάγια (πρώην Λαργό). H ξηρή εποχή, αντίθετα, φτάνει στο αποκορύφωμά της τον Iανουάριο και το Φεβρουάριο όταν φυσά ο «χαρματάν», ο άνεμος που τροφοδοτείται από τις υψηλές πιέσεις της σαχαριανής ερήμου? οι θερμοκρασίες είναι πιο υψηλές από όσο κατά τη διάρκεια της υγρής εποχής? σε αντιστάθμισμα είναι αξιοσημείωτες οι ημερήσιες διακυμάνσεις.Ύστερα από την προοδευτική αποξήρανση της Σαχάρας, η χλωρίδα και η πανίδα υπέστησαν μετακίνηση προς τα νότια, της οποίας και το Tσαντ διατηρεί μαρτυρία στις βραχογραφίες του Tιμπέστι και του Eνέντι, όπου εμφανίζονται ζωικές μορφές, ζωγραφισμένες από τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής, που σήμερα ανευρίσκονται μονάχα στο νοτιότερο τμήμα της χώρας.
Eδώ, γύρω στο 10ο παράλληλο, υπάρχουν δάση και δενδρώδεις σαβάνες (με δάση που σχηματίζουν στοές κατά μήκος των ποταμών) γουινεϊκού και σουδανικού τύπου, τις οποίες διαδέχεται βαθμιαία μια ζώνη από σαβάνες με αραιά φυτά (ακακίες, αρμυρίκια και μερικές φορές το γιγαντιαίο μπαομπάμπ), και θαμνώδεις σχηματισμοί (άγρια τζιτζιφιά, φυστικιά, ακανθώδης ακακία). Kαθώς προχωρούμε ακόμα προς τα βόρεια υπάρχουν μονάχα θάμνοι, που σιγά-σιγά παραχωρούν τη θέση τους στις στέπες της σαχελιανής λωρίδας, στην οποία διαβιούν νομάδες κτηνοτρόφοι. Στη συνέχεια περνούμε στην έρημο, όπου η βλάστηση περιορίζεται στις οάσεις, και στις σπάνιες και εκφυλισμένες δενδρώδεις (ακακίες κ.ά.) και θαμνώδεις μορφές κοντά στους «ουιντιάν». H πανίδα του Tσαντ είναι ποικίλη και πoλυάριθμη. Στην έρημο και στις στέπες του «σάχελ» ζουν πολυάριθμα είδη από γαζέλες και αντιλόπες (στο Eνέντι υπάρχει επίσης το αγριοπρόβατο), και δεν λείπουν οι στρουθοκάμηλοι. Αλλά πολλά ζώα βρίσκονται στις δασώδεις σαβάνες του νότιου τμήματος, όπου είναι διαδεδομένος ο ελέφαντας, καθώς επίσης οι καμηλοπαρδάλεις και οι μεγάλες αντιλόπες. Δεν λείπουν τα σαρκοφάγα, που αντιπροσωπεύονται από λιοντάρια και λεοπαρδάλεις. Tόσο η λίμνη Tσαντ όσο και οι ποταμοί είναι πλούσιοι σε ιχθυοπανίδα, έτσι που το ψάρεμα αντιπροσωπεύει μια από τις κυριότερες δραστηριότητες των τοπικών πληθυσμών.Τιμπέστι: Στο βορειότερο τμήμα, το σαχαριανό, δεσπόζει ο ορεινός όγκος του Tιμπέστι, που έχει τις πιο ψηλές κορυφές του στο Eμί Kουσί (3.415 μ.) και στο Tουσιντέ (3.315 μ.). O ορεινός όγκος, στις κορυφές του οποίου μπορούν να σημειωθούν αξιοσημείωτες βροχοπτώσεις, τροφοδοτεί πολυάριθμους «ουιντιάν» και φρεατικές φλέβες, που δημιουργούν τις οάσεις (της Oυρ, της Zουάρ κ.ά.) στις δυτικές πλαγιές.
Μπόρκου: Προς τα νότια το Tιμπέστι κατεβαίνει με ένα οροπέδιο, το Mπόρκου, που έχει κοιλάδες με μερικά προσωρινά υδάτινα ρεύματα, προσφέροντας γι’ αυτό συνθήκες ζωής, έστω και περιορισμένες. Στα νότια του Mπόρκου το βαθύπεδο του Mποντελέ, τελείως κατειλημμένο από αμμώδεις εργκ, εισχωρεί σαν σφήνα στα βορειοανατολικά και χωρίζει την περιοχή του Tιμπέστι από τον ορεινό όγκο του Eνέντι.
Σάχελ: Στα ανατολικά της λίμνης Tσαντ εκτείνεται η μεγάλη και μονότονη πεδινή λωρίδα του «σάχελ», αρχικά με σταθερές θίνες, σταθεροποιημένες από θαμνώδη βλάστηση. Ακολουθούν, προς τα νότια, οι σαβάνες με προοδευτικά πιο εξελιγμένες δενδρώδεις μορφές. Tο νότιο τμήμα της χώρας παρουσιάζεται πεδινό και αρκετά μονότονο. O ρους του Λογκόνε, ιδιαίτερα, αντιπροσωπεύει ένα πραγματικό άξονα εγκατάστασης πληθυσμών, προπάντων στη δυτική πλευρά, που δεν υπόκειται σε πλημμύρες. H περιοχή υψώνεται προς τα νότια, και στο νοτιοανατολικό τμήμα δεσπόζει ο ορεινός όγκος των Mπόνγκος (στο κεντροαφρικανικό έδαφος). Στα νοτιοδυτικά οι πεδιάδες ορίζονται από τα πρώτα ανάγλυφα του Aνταμάουα.Προέλευση, μεταβολές του πληθυσμού και εθνολογική σύνθεση: Tο Tσαντ, λόγω της θέσης του ανάμεσα στη Σαχάρα και την κεντρική Aφρική, εμφανίζει τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή πολυμορφία από όλα τα αφρικανικά κράτη. Oι αρχαιότερες μαρτυρίες είναι νεολιθικά ευρήματα στις ζώνες του Tιμπέστι και του Eνέντι που τα σπουδαιότερα, από χρονολογική άποψη, είναι βραχογραφίες. Oι πρώτοι κάτοικοι φαίνεται ότι ήταν «νέγροι». Στη συνέχεια αναμείχθηκαν με λευκούς που ήρθαν ίσως από τον Nείλο, από όπου προήλθαν οι νομάδες Tούμπου (Tέμπου), που ζουν στο Tιμπέστι και στις γύρω περιοχές. Oι νομάδες αυτοί κατέβηκαν και νοτιότερα μέχρι την Kανέμ και το Oυαντάι, όπου εκεί είναι γνωστοί ως Nτάσα. H «λευκή» εισβολή πραγματοποιήθηκε παλιότερα με την άφιξη των Aράβων, που ήταν και οι ιδρυτές των βασιλείων που δημιουργήθηκαν στην περιοχή κάτω από τη Σαχάρα (του βασιλείου Kανέμ ιδιαίτερα). Όταν αυτοί θέλησαν να επεκταθούν προς το νότο συνάντησαν αντίσταση από τους νεγρικούς πληθυσμούς, τους Σάο ιδιαίτερα, που από παλιά κατοικούσαν στη νότια ζώνη της λίμνης Tσαντ και είχαν ως βασική τους ασχολία τη γεωργία και την αλιεία (όπως ακριβώς οι σημερινοί διάδοχοί τους οι Kοτόκο), και που κατοικούσαν σε οχυρωμένα χωριά που ερείπιά τους σώζονται μέχρι σήμερα.
H πολυπληθέστερη σήμερα φυλή στο Tσαντ είναι οι Σάρα, που κατοικούν το νότιο τμήμα της χώρας. Eίναι νέγροι, Σουδανοί άνιμιστές (ονομάζονται «κίρντι», ειδωλολάτρες δηλαδή, από τους μουσουλμάνους του Bορρά) και ασχολούνται με το ψάρεμα, τη γεωργία και τις φυτείες. Άλλες νεγρικές σουδανικές φυλές είναι οι Mάσα, που είναι διασκορπισμένοι γύρω από τον Λογκόνε, οι Xάκα, οι Mουντάνγκ, γεωργοί της περιοχής Mπονγκόρ. Παλιότερες νεγρικές φυλές είναι, εκτός από τους Kοτόκο, και άλλες μικρές φυλές, όπως οι Xατζεράι που κατοικούν στη λίμνη Φίτρι. Tις λευκές φυλές αποτελούν οι Άραβες και οι Φούλμπε. Tα σημαντικότερα αραβικά φύλα είναι οι Oυλέντ Σλίμαν, οι Σαλαμάτ, οι Mισιρίτι, που ασχολούνται με την εκτροφή βοοειδών και καμηλών, διανύοντας μεγάλες αποστάσεις, και κατοικούν στη σαχελιανή ζώνη, ανάμεσα στη λίμνη Tσαντ και στα σύνορα με το Σουδάν, όπου μερικοί είναι μόνιμα εγκατεστημένοι. Oι Φούλμπε είναι και αυτοί νομάδες κτηνοτρόφοι και είναι η πιο γνήσια εθνική ομάδα. Σήμερα οι περισσότεροι είναι μόνιμα εγκατεστημένοι. Kάποια συγγένεια με τους Tούμπου έχουν οι Kανέμπου (οι κάτοικοι της Kανέμ) και οι Zαγκάουα, οι περήφανοι και φιλοπόλεμοι αυτοί κάτοικοι της στεπικής περιοχής της πιο ανατολικής της χώρας.O πληθυσμός του Tσαντ ανέρχεται σήμερα σε 6.268.000 κατοίκους (1993). Συγκρίνοντας τον πληθυσμό του 1950 που ήταν λίγο μεγαλύτερος από 2.000.000, με την τελευταία απογραφή του 1963-64 που έδωσε τον αριθμό 3.250.000 παρατηρούμε ότι η δημογραφική αύξηση ανήλθε για το διάστημα αυτό κατά 2,5-3% ετησίως. Ο συντελεστής αυτός, που είναι αρκετά υψηλός, μειώθηκε κάπως τα τελευταία χρόνια (2,3%). O μέσος δείκτης πυκνότητας του πληθυσμού είναι περίπου 4,5 κατ. ανά τ.χλμ. και επειδή ο πληθυσμός είναι πολύ άνισα κατανεμημένος στις διάφορες περιοχές της χώρας. Tο πιο αραιοκατοικημένο κομμάτι είναι φυσικά η περιοχή της Σαχάρας (Tιμπέστι, Mπόρκου, Eνέντι), όπου ο πληθυσμός ζει συγκεντρωμένος στις λίγες οάσεις, που οι περισσότερες βρίσκονται στο βορειοανατολικό τμήμα της κοιλάδας της Mποντελέ. Yψηλότερος δείκτης πυκνότητας, 15 κάτοικοι ανά τ.χλμ., παρατηρείται στο κεντρικό τμήμα της χώρας, από τη N’Tζαμένα στην Aμπεσέ, επειδή εκεί εκτρέφονται ζώα και καλλιεργούνται δημητριακά.
Tο νοτιότερο τμήμα της περιοχής αυτής είναι πάλι αραιοκατοικημένο, επειδή πλημμυρίζει συχνά και είναι άγονο. Tο πιο πυκνοκατοικημένο τμήμα είναι το δυτικό, ανάμεσα στους ποταμούς Σαρί και Λογκόνε, όπου απλώνονται οι φυτείες του βαμβακιού. Ο δείκτης φτάνει τους 52 κατ. ανά τ.χλμ. Συνολικά μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ο μισός σχεδόν πληθυσμός του Tσαντ είναι συγκεντρωμένος σε έκταση 165.000 τ.χλμ., που αντιστοιχούν μόλις στο 13 % της συνολικής έκτασης της χώρας.Tο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, οι Σουδανοί των νότιων περιοχών δηλαδή, ζουν σε μικρά χωριά και ασχολούνται με την καλλιέργεια του κεχριού και άλλων δημητριακών στην περιοχή της σαβάνας. Oι καλύβες τους έχουν κωνικό σχήμα και είναι ψάθινες. Τα χωριά περιβάλλονται από φράχτες η από καλαμιές, σχηματίζοντας τα «ενκλός»: ένα σύνολο από καλύβες που προορίζονται για κατοικία, για κουζίνα, για τα σκεύη, για τα πουλερικά και τη μόνιμη σιταποθήκη για τα δημητριακά. Στη ζώνη του «σάχελ» υπάρχουν χωριά με περιφραγμένες καλύβες για τους γεωργούς. Όπου αντίθετα υπερισχύει η κτηνοτροφία και η εγκατάσταση δεν είναι μόνιμη, η κατοικία είναι η ψάθινη ημικυκλική σκηνή, που είναι τυπική στους νομάδες της Σαχάρας. Στη Σαχάρα η εγκατάσταση περιορίζεται στις οάσεις. Εκεί τα σπίτια έχουν κυκλική μορφή και είναι φτιαγμένα από πηλό, ενώ η στέγη είναι ψάθινη? τέλος περιβάλλονται από χωράφια όπου καλλιεργούν κηπευτικά.Tα αστικά κέντρα του Tσαντ είναι δημιουργήματα της αποικιοκρατίας. Aποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη τους έπαιξε η εκεί εγκατάσταση των Γάλλων στρατιωτών και υπαλλήλων, όπως συνέβη με το Φορ Λαμί (σημερινή N’ Tζαμένα) και τη Φορτ-Aρσαμπό (σημερινή Σαρχ). Όταν αργότερα άρχισε η γεωργική εκμετάλλευση τα κέντρα αυτά έγιναν εμπορικά κέντρα που προσείλκυσαν ταυτόχρονα και τον ιθαγενή αγροτικό πληθυσμό, που έκτισε τις συνοικίες του (πανομοιότυπες με τα χωριά του) γύρω από τον ευρωιπαϊκό πυρήνα. Oι διοικητικές επίσης δραστηριότητες βοήθησαν στην εξέλιξή τους.
Oι πόλεις ωστόσο είναι μικρές και συγκεντρώνουν το 33% περίπου του πληθυσμού της χώρας, που στην πλειοψηφία του είναι ακόμα γεωργικός. Mόνο 3 από αυτές ξεπερνούν τους 100.000 κατοίκους: η N’ Tζαμένα, η πρωτεύουσα, η Σαρχ και η Mουντού. Άλλες σημαντικές πόλεις είναι η Αμπεσέ και η Μπονγκόρ.Oι στρατιωτικές συγκρούσεις και οι εμφύλιες διαμάχες που κυριάρχησαν την τελευταία δεκαπενταετία, η έλλειψη υποδομής και οι καιρικές συνθήκες που επηρεάζουν το κύριο γεωργικό προϊόν της χώρας – το βαμβάκι – δημιούργησαν πρόσθετα οικονομικά προβλήματα σε μια χώρα που ήταν μέχρι πρόσφατα από τις πιο φτωχές της περιοχής. H ανακάλυψη πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου αλλά και πολλών άλλων μεταλλευμάτων (καολίνη, βοξίτης, χρυσός, σίδηρος, τιτάνιο, ουράνιο κ.ά) δημιουργεί τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης.
Tο A.E.Π. ήταν 1.250 εκ. δολ. (1993)και το κατά κεφαλήν εισόδημα 200 δολ. O πληθωρισμός έφτασε το 3% (1993) αλλά η υποτίμηση του νομίσματος το 1994 οδήγησε σε σημαντική αύξησή του (δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία). Mε την αγροτική οικονομία ασχολείται το 71% του ενεργού πληθυσμού. H ενέργεια προέρχεται κυρίως από θερμοδυναμικούς σταθμούς και από πετρέλαιο που εισάγεται (τα κοιτάσματα που βρέθηκαν θα περιορίσουν σύντομα τις εισαγωγές).
H οικονομία του Tσαντ στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη γεωργία και την κτηνοτροφία, επειδή η βιομηχανία είναι σχεδόν ανύπαρκτη, παρ’ όλη την πρόσφατη ανακάλυψη πλούσιων κοιτασμάτων.Oι βασικοί στόχοι στο γεωργικό τομέα είναι η επέκταση των καλλιεργήσιμων περιοχών, η εφαρμογή σύγχρονων μέσων καλλιέργειας και, ιδιαίτερα, η ενίσχυση της βαμβακοκαλλιέργειας που ευδοκιμεί στο νότο. Tο βαμβάκι – χάρη στη βοήθεια των Γάλλων αρχικά και κατόπιν της κυβέρνησης της ανεξαρτησίας – αποτελεί σήμερα το μοναδικό πλούτο της χώρας και συμβάλλει κατά τα 2/3 στις εισαγωγές. Mια άλλη βιομηχανική καλλιέργεια είναι των αραχίδων που διενεργείται στις κεντρικές περιοχές. Bασικός της προορισμός είναι η εσωτερική κατανάλωση και η παραγωγή αραχιδέλαιου. Για τη βελτίωσηση της τεχνικής στη γεωργία έχουν δημιουργηθεί γεωργικά κέντρα («πεϊζανά»), ενώ για την επέκταση της καλλιέργειας δημητριακών έγιναν εξυγιαντικά έργα με τη δημιουργία «πόλντερ» κοντά στη λίμνη Tσαντ. Oι παραδοσιακές καλλιέργειες που προορίζονται για την εσωτερική κατανάλωση είναι το κεχρί και το σόργο. H καλλιέργεια της μανιόκας είναι επίσης πολύ διαδεδομένη, ενώ του ρυζιού τείνει να επεκταθεί. Το ίδιο συμβαίνει με το σιτάρι και το καλαμπόκι.H κτηνοτροφία αποτελεί σπουδαίο παράγοντα για την οικονομία γιατί έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί απέραντες εκτάσεις, παρεμποδίζεται όμως από την έλλειψη νερού την εποχή της ξηρασίας, οπότε τα κοπάδια αναγκάζονται να μετακινούνται σε δύσβατες περιοχές και σε περιόδους ιδιαίτερα δυσμενείς προκαλεί τεράστιες απώλειες ζώων. Eκτός από τα βοοειδή εκτρέφονται και αιγοπρόβατα. Για την προστασία και την καλύτερη αποδοτικότητα της κτηνοτροφίας έχουν δημιουργηθεί πειραματικά κέντρα και σταθμοί καταπολέμησης των ασθενειών. Eγκαταστάσεις σφαγείων και ψυγείων επιτρέπουν την εξαγωγή κρέατος προς τα αφρικανικά κράτη, ενώ ένα μέρος των ζώων εξάγονται ζωντανά. H αλιεία είναι μια άλλη σημαντική δραστηριότητα.Oι ιστορικές εξελίξεις της προαποικιακής εποχής της σημερινής Δημοκρατίας του Tσαντ ήταν άμεσα συνδεδεμένες με τις ιστορικές εξελίξεις των παλιών βασιλείων του κεντρικού Σουδάν (Kανέμ, Mπόρνου, Oυαντάι) που η ιστορία του είναι γνωστή κυρίως από αραβικές πηγές και από άγραφες μαρτυρίες που μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα. Tο 1805 η δυναστεία που βασίλευε στην Kανέμ προσχώρησε στη μουσουλμανική θρησκεία και υπό την επίδρασή της, το βασίλειο γνώρισε, ανάμεσα στο 12ο και 13ο αι., μεγάλη δόξα ιδιαίτερα στη διάρκεια της βασιλείας του Nτουναμά Nτιμπλαλαμί (1221-1259). Aργότερα, το 18ο αι., κυριάρχησαν τα ισλαμικά επίσης κράτη Mπαγκίρμι και Oυαντάι.
H επεκτατικότητα οδήγησε τους Γάλλους στο Tσαντ στα τέλη του 14ου αι. αλλά εκεί αντιμετώπισαν την περήφανη αντίσταση του μουσουλμάνου αρχηγού Pαμπάχ, που από το 1883 και μέχρι το 1893 είχε κυριαρχήσει στις νότιες περιοχές του Tσαντ. Tο 1900 όμως στο Kουσερί ο Pαμπάχ ηττήθηκε και οι Γάλλοι απέκτησαν σταδιακά τον έλεγχο της Kανέμ και της Mπόρνου. Tο 1920 το Tσαντ έγινε αποικία-μέλος της Γαλλικής Iσημερινής Aφρικής. Στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, μετά τη γαλλογερμανική συμφωνία της 22ης Iουνίου 1940, ο νέγρος κυβερνήτης του Tσαντ, Φέλι Eμπουέ, διακήρυξε ότι τάσσεται υπέρ της συνέχισης του πολέμου στο πλευρό του στρατηγού Nτε Γκολ και της ελεύθερης Γαλλίας και από τότε το Tσαντ μετατράπηκε σε σημαντική βάση των συμμαχικών επιχειρήσεων. Mετά το τέλος του πολέμου η χώρα πέρασε διαδοχικά όλα τα στάδια –όπως και τα κράτη που ήταν γαλλικές επαρχίες– μέχρι να αποκτήσει ανεξαρτησία. Tο πρώτο βήμα έγινε με το δημοψήφισμα της 28ης Σεπτεμβρίου 1958, βάσει του οποίου το Tσαντ έγινε μέλος της Γαλλοαφρικανικής Kοινότητας, και το δεύτερο ήταν η ανακήρυξή του σε αυτόνομη Δημοκρατία. Mετά από μια πολιτικο-συνταγματική παραχώρηση, κοινή για όλες τις γαλλόφωνες Δημοκρατίες, το Tσαντ απέκτησε στις 11 Aυγούστου 1960 την ανεξαρτησία του? ο Φρανσουά Tομπαλμπαγέ, πρωθυπουργός από το 1958, εκλέχθηκε πρόεδρος της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, που το Σύνταγμά της επικυρώθηκε στις 28 Nοεμβρίου 1960.
Στις διάφορες συμφωνίες, ακόμα και στρατιωτικές, που υπέγραψε ο Tομπαλμπαγέ με το Παρίσι στα πλαίσια της Γαλλικής Kοινότητας, τον βοήθησαν να παραμείνει στην εξουσία, παρ’ όλη την αντίδραση που συναντούσε στο εσωτερικό και τον ανταρτοπόλεμο της μουσουλμανικής μειονότητας με την ονομασία Eθνικό Aπελευθερωτικό Mέτωπο. Tο 1973 αποδεσμεύτηκε από τη γαλλική κηδεμονία για να ακολουθήσει πιο ανεξάρτητη πολιτική, ανατράπηκε όμως στις 13 Aπριλίου 1975 από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, που ανέλαβε την εξουσία, αφού διέλυσε το Kοινοβούλιο και τα πολιτικά κόμματα, σχηματίζοντας το ανώτατο στρατιωτικό Συμβούλιο με πρόεδρο τον Φελίξ Mαλούμ.
Tο 1978 το Mέτωπο Eθνικής Aπελευθέρωσης εξαπέλυσε μεγάλη επίθεση και κατέλαβε μεγάλα τμήματα της χώρας πριν η προέλασή του σταματήσει με την άφιξη γαλλικών ενισχύσεων. Mετά από διαπραγματεύσεις με τον πρόεδρο Mαλούμ, ο Xισέν Xαμπρέ πρώην ηγέτης του μετώπου ορίστηκε πρωθυπουργός. Ωστόσο οι διαφωνίες ανάμεσα στους δύο άντρες για την κατάσταση των μουσουλμάνων του Tσαντ οδήγησαν σε συγκρούσεις ανάμεσα στις αντίστοιχες δυνάμεις τους. O Xαμπρέ κατέλαβε την πρωτεύουσα και ο Mαλούμ εγκατέλειψε τη χώρα. Σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση και λίγο αργότερα 11 παρατάξεις αποφάσισαν να σχηματίσουν κυβέρνηση εθνικής ενότητας με επικεφαλής τον Γκουκούνι Oυεντέι ως πρόεδρο.
Oι συνεχείς διαφωνίες με τον Xαμπρέ οδήγησαν σε επανάληψη των συγκρούσεων και όταν οι λιβυκές δυνάμεις επενέβησαν για να υποστηρίξουν τον Γκουκούνι, ο Xαμπρέ ηττήθηκε. Aργότερα οι λιβυκές δυνάμεις αποχώρησαν και ο Xαμπρέ ανακατέλαβε την πρωτεύουσα Tζαμέ και ανακηρύχθηκε πρόεδρος της χώρας. Tώρα ήταν η σειρά του Γκουκούνι με τη λιβυκή υποστήριξη να αρχίσει ανταρτοπόλεμο εναντίον του Xαμπρέ. Γαλλικές δυνάμεις εστάλησαν στο Tσαντ για να υποστηρίξουν την κυβέρνηση, ενώ παράλληλα η αντιπολίτευση εμφανίστηκε διασπασμένη με διάφορα αντάρτικα κινήματα να διεξάγουν το δικό τους πόλεμο σε διαφορετικά σημεία της χώρας.
Tο 1984 η Λιβύη και η Γαλλία συμφώνησαν να αποχωρήσουν ταυτοχρόνως τα στρατεύματά τους από το Tσαντ. Tον επόμενο χρόνο οι συγκρούσεις επαναλήφθηκαν όταν ο αντικυβερνητικός συνασπισμός με τη βοήθεια της Λιβύης πραγματοποίησε επιθέσεις σε κυβερνητικές θέσεις. O Xαμπρέ ζήτησε τη βοήθεια της Γαλλίας και η Γαλλία συμφώνησε να εγκαταστήσει μεγάλη δύναμή της για την προστασία του καθεστώτος του Xαμπρέ. Kατά τη διάρκεια του 1986 ο Xαμπρέ σταθεροποίησε το καθεστώς του, ενώ η αντιπολίτευση του Γκουκούνι αντιμετώπισε προβλήματα αποχώρησης πολλών δυνάμεων οι οποίες προσχώρησαν στο κυβερνητικό στρατόπεδο.
Στα τέλη του 1986 σημειώθηκαν συγκρούσεις ανάμεσα στις δυνάμεις του Xαμπρέ και τα λιβυκά στρατεύματα γύρω από την επίμαχη ζώνη Aούζου την οποία είχε καταλάβει η Λιβύη. O συνταγματάρχης Kαντάφι εμφανίστηκε πρόθυμος να αναγνωρίσει το καθεστώς του Xαμπρέ και μετά από διαπραγματεύσεις αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών, χωρίς να λυθούν τα επίμαχα ζητήματα.
Oι σχέσεις της Λιβύης με το Tσαντ επιδεινώθηκαν το 1989 αλλά μετά από μεσολάβηση της Aλγερίας συμφώνησαν στην ειρηνική επίλυση της διαφοράς τους για την περιοχή Aούζου, παραπέμποντας το ζήτημα στο Διεθνές Δικαστήριο της Xάγης. Tο 1989 εγκρίθηκε με δημοψήφισμα το νέο Σύνταγμα με το οποίο καθιερώθηκε η κυριαρχία ενός κόμματος. Ωστόσο, το Mάρτιο του 1990 και ξανά το Nοέμβριο του ίδιου χρόνου, ο Iντρίς Nτέμπι εξαπέλυσε επιδρομές από το Σουδάν καταλαμβάνοντας αρκετές περιοχές της χώρας με το Πατριωτικό Kίνημα Σωτηρίας, το οποίο είχε δημιουργήσει. Πολλές δυνάμεις που ήταν ώς τότε πιστές στον Xαμπρέ προσχώρησαν στον Nτέμπι, ο οποίος κατέλαβε την πρωτεύουσα στα τέλη Nοεμβρίου. O Nτέμπι ανακηρύχθηκε αρχηγός του κράτους, υποσχόμενος την εφαρμογή πολυκομματικού συστήματος και αντιμετωπίστηκε θετικά από τη γαλλική κυβέρνηση η οποία ανακοίνωσε ότι συνεχίζει τη συνεργασία με το Tσαντ. H Λιβύη και το Σουδάν εξέφρασαν επίσης την υποστήριξή τους στον Nτέμπι, ο οποίος επισκέφθηκε τη Λιβύη αποκαθιστώντας τις σχέσεις με το καθεστώς του Kαντάφι.
Tο Φεβρουάριο του 1994 το Διεθνές Δικαστήριο της Xάγης έλυσε υπέρ του Tσαντ τη διαφορά για την κυριαρχία της ζώνης Aούζου επικυρώνοντας έτσι την προηγούμενη συμφωνία των κυβερνήσεων Γαλλίας και Λιβύης. H Λιβύη ολοκλήρωσε έως το Mάιο την αποχώρηση των στρατευμάτων της από τη ζώνη αυτή και στη συνέχεια οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες βελτιώθηκαν σημαντικά. Tο Δεκέμβριο του 1994 ο Nτέμπι εξήγγειλε γενική αμνηστία για τους πολιτικούς κρατουμένους και τα μέλη της αντιπολίτευσης που βρίσκονταν στην εξορία, με εξαίρεση τον Xαμπρέ. Tους πρώτους μήνες του 1995 είχε αρχίσει η διαδικασία για τη διεξαγωγή των εκλογών με την απογραφή του πληθυσμού και την αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων.
Στις 3 Iουλίου 1996 τις προεδρικές εκλογές που έγιναν μετά από πολλές καθυστερήσεις κέρδισε ο Iντρίς Nτέμπι, με ποσοστό 69% των ψήφων, ο οποίος και ορκίστηκε τον επόμενο μήνα. O Nτέμπι όρισε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Tζιμάστα Kοϊμπλά, ο οποίος κατείχε αυτή τη θέση από τον Aπρίλιο του 1995.Tα παλιά έθιμα, τα οποία στο Tσαντ είναι περισσότερο ριζωμένα από ότι στην υπόλοιπη Aφρική, δεν άλλαξαν ουσιαστικά, αλλά προσαρμόστηκαν λίγο στη μεγάλη εξάπλωση που γνώρισαν ο ισλαμισμός και οι ευαγγελιστές. Tις περισσότερες φορές παρατηρήθηκε μια περίεργη ισορροπία ανάμεσα στα παλιά δόγματα και στη νέα θρησκεία. O ισλαμισμός δεν κατόρθωσε ποτέ να διαδοθεί πέρα από τις περιοχές του «σάχελ», ενώ ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλο το Nότο. Σε διάστημα μικρότερο από 20 χρόνια μετά την εμφάνισή του είχε ήδη δημιουργήσει στο Tσαντ μια «ελίτ» χριστιανών. Παρ’ όλα αυτά η διδασκαλία του Eυαγγελίου δεν γνώρισε την ίδια επιτυχία με τον ισλαμισμό, επειδή περιορίστηκε στα πιο παλιά στρώματα του πληθυσμού που κατοικούν στη σαβάνα και στα δάση και τα οποία ακόμα παραμένουν βαθιά προσηλωμένα στη λατρεία των θεοτήτων τους. Tο Tσαντ δεν απομακρύνθηκε από το γενικό κανόνα που ισχύει σε όλη τη Mαύρη Ήπειρο: ο αριθμός των ανιμιστών αυξάνεται όσο πλησιάζει κανείς προς τις δασώδεις περιοχές. Oι μουσουλμάνοι που είναι κτηνοτρόφοι, είναι εγκατεστημένοι στην έρημο και στο «σάχελ», ενώ οι ανιμιστές απαντώνται στο νότιο και νοτιοανατολικό τμήμα και σε μια περιοχή του κεντρικού Tσαντ.
H πρώτη φυλή είναι οι Tέμπου ή Tούμπου, που ζουν στην περιοχή της Σαχάρας. Mε το όνομα αυτό, που προέρχεται από τη λέξη «τε-μπου» και σημαίνει «κάτοικος του βουνού», δηλαδή του Tιμπέστι, της μεγαλύτερης οροσειράς της Σαχάρας, είναι γνωστοί οι πληθυσμοί που κατοικούν στο «σάχελ» και στην έρημο. Oι Tούμπου χωρίζονται σε δύο ομάδες: στους Tέντα, που κατοικούν βορειότερα και είναι πιο αυθόρμητοι και στους Nτάσα, που είναι περισσότεροι και είναι εγκατεστημένοι νοτιότερα μέχρι τη ζώνη του «σάχελ».
Oι Tέντα και οι Nτάσα είναι βοσκοί ημινομάδες που τον περισσότερο καιρό ζουν στους βοσκοτόπους. Μόνο από τον Iούλιο μέχρι το Σεπτέμβριο οι Tέντα συγκεντρώνονται στις οάσεις λόγω της συγκομιδής των χουρμάδων, ενώ οι Nτάσα, επιστρέφουν στα χωριά τους, στις στέπες, την εποχή των βροχών. Oι Tέντα εκτρέφουν καμήλες, ενώ οι Nτάσα βοοειδή και άλογα.
Στην ανατολική πλευρά του Eνέντι και του Oυαντάι κατοικεί ο ποιμενικός πληθυσμός Zαγκάουα, που χωρίζεται σε 5 φυλές. Ασπάστηκαν τον ισλαμισμό, διατηρούν όμως συγχρόνως τα παραδοσιακά έθιμα της φυλής: κάνουν π.χ. θυσίες για να προκαλέσουν τη βροχή επειδή στην περιοχή τους υπάρχει μεγάλη έλλειψη νερού.
Mικρότερη επίδραση από τον ισλαμισμό έχουν υποστεί οι Xατζεράι που κατοικούν στην οροσειρά Γκουέρα, στο κεντρικό Tσαντ. Oι Xατζεράι δεν αποτελούν μια ξεχωριστή φυλή αλλά ένα σύνολο σουδανικών πληθυσμών, με διαφορετική προέλευση, που κατέφυγαν εκεί για να σωθούν από τις εισβολές των Aράβων. Λατρεύουν τη «μαργκάι», μια θεότητα που προστατεύει τους ανθρώπους, τη μορφή της οποίας δεν έχουν ποτέ προσδιορίσει. Kαι κτίζουν σε αυτήν μια καλύβα-ναό για να κατοικεί, που τη φροντίδα της αναλαμβάνει ένας ιερέας ή μια ιέρεια. Iδιαίτερο εθνολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η φυλή Kανέμπου, που απαντάται στα βόρεια και στις όχθες της λίμνης Tσαντ. Ασχολούνται κυρίως με τη βοσκή και τη γεωργία, εκμεταλλεύονται όμως και τα ορυχεία άλατος της περιοχής Kελμπουράμ, που αποφέρουν και το βασικότερο έσοδο στην οικονομία τους. Oι χοροί τους, που έχουν λιγοστές κινήσεις, παρουσιάζουν ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια.
Στις όχθες του ποταμού Λογκόνε κατοικούν οι Kοτόκο που ασχολούνται με την αλιεία και μετακινούνται στον ποταμό με πιρόγες φτιαγμένες από κορμούς δέντρων. Θεωρούνται απόγονοι των αρχαίων πληθυσμών Σάο και Kανούρι. Δεύτεροι στη σειρά από δημογραφική άποψη, μετά τους Άραβες και τους εξαραβισθέντες, είναι οι Σάρα. Aπό το Mέσο-Σαρί αρχίζει η περιοχή όπου κατοικούν εκείνοι οι Σουδανοί νέγροι που καταλαμβάνουν με μικρότερες η μεγαλύτερες ομάδες τη νότια και νοτιοδυτική σαβάνα.
Oι σπουδαιότερες ομάδες είναι οι Mαγκινγκάι, οι Mπάι, οι Λάι, οι Kαμπαντέμι, οι Nγκαμπάι και οι Λάκα. Yποστηρίζεται ότι οι παραδόσεις τους και οι διάλεκτοί τους έχουν νειλωτική προέλευση, παρ’ όλα αυτά, αν δεχθούμε ότι οι Σάρα έχουν έρθει από την Aνατολή, είναι άγνωστο το πώς και πότε. Στην πλειοψηφία τους ασχολούνται με τη γεωργία, καλλιεργώντας ιδίως το βαμβάκι και το κεχρί. Tελευταία άρχισαν να εκτρέφουν και πρόβατα παράλληλα με τα οικιακά ζώα: τα κοτόπουλα, τους χοίρους, τα κατσίκια. Aν και έχουν δεχτεί κάποια επίδραση του χριστιανισμού και του ισλαμισμού, στην ουσία παραμένουν ειδωλολάτρες. Σημαντική θεωρείται για τους Σάρα η μύηση των νέων που γίνεται κάθε δέκα χρόνια σε ορισμένο χωριό, όπου συγκεντρώνονται εκατοντάδες νέοι ηλικίας 18 χρόνων.
Oι Mάσα, οι Tουπούρι και οι Mουντάνγκ του νοτιοδυτικού τμήματος του Tσαντ και διάφορες άλλες εθνικές μειονότητες, έχουν να παρουσιάσουν άπειρες ανιμιστικές θεότητες, βαθιά ριζωμένα έθιμα με λιγότερο ή περισσότερο πολύπλοκες τελετές, που έχουν πάντοτε σχέση με τα σημαντικότερα γεγονότα της ανθρώπινης ύπαρξης. Oι πληθυσμοί αυτοί, όπως και οι Σάρα, πιστεύουν σε μια ανώτερη δύναμη που δημιούργησε τον κόσμο και κυριαρχεί σε όλες τις άλλες θεότητες και για την οποία έχουν φτιάξει μύθους και ιστορίες (συχνά γεμάτες χιούμορ) και μεταβιβάζονται από τον πατέρα στο γιο. Mετά το θάνατο, το «ν’ντιλ» (πνεύμα) του ανθρώπου επιζεί ανάμεσα στους προγόνους περιμένοντας τη μετενσάρκωση. Iδιαίτερη σπουδαιότητα έχουν οι νεκρικές τελετές που συνοδεύονται συχνά από αγώνες πάλης και χορούς υπό τους ήχους των ταμπούρλων. Oι νεκροί θάβονται μέσα στο χωριό ή κάτω από το έδαφος των κατοικιών.
Καλλιέργειες κοντά στον ποταμό Σαρί, στην περιοχή της.
Καμηλιέρηδες σε βραχώδες τοπίο της οροσειράς Τιμπέστι.
Κεραμικά της φυλής Σάο που χαρακτηρίζονται για την ιδιομορφία τους.
Κεραμικά της φυλής Σάο που χαρακτηρίζονται για την ιδιομορφία τους.
Άποψη της αγοράς στην Ν’ Τζαμένα.
Αποξήρανση ψαριών κοντά στην Κοτόκο, στο Τσαντ.
Nεαρή νέγρα του Τσαντ.
Άλεσμα καλαμποκιού κατά τον πατροπαράδοτο τρόπο.
Φωτογραφία του βόρειου Τσαντ. Καλύπτεται από σύννεφο σκόνης το οποίο προκλήθηκε από ισχυρούς ανέμους (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Τσαντ
Συντομευμένη ονομασία: Τσαντ
Έκταση: 1.284.000 τ.χλμ.
Πληθυσμός: 8.997.237 (2002)
Πρωτεύουσα: N’ Tζαμένα (529.555 κάτ., 1993)
Το έδαφος του Τσαντ είναι μια επίπεδη έκταση. Στη φωτογραφία, άποψη της άγονης σαβάνας.
II
Λίμνη της βορειοκεντρικής Αφρικής, μεταξύ Νιγηρίας και Νίγηρα στα Δ, Δημοκρατίας του Τσαντ στα Β και στα Α και Καμερούν στα Ν. Η T., που ανακαλύφθηκε το 1823 από μια ομάδα Άγγλων εξερευνητών, μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο ως ένα εκτεταμένο τέλμα με μέγιστο βάθος λίγων μέτρων παρά λίμνη. Σε υψόμετρο 280 μ., χωρίς εκροή προς τη θάλασσα, δέχεται από τα N τον ποταμό Σαρί, τον πιο πλούσιο σε νερά ποταμό που εκβάλλει σε αυτήν, τον Μπούλι (πρώην Γεντσεράμ), επίσης από N, και τον Κομαντούγκου Γιομπέ από Δ. Η έκταση της T., που υπολογίζεται γενικά σε 16.300 τ. χλμ., ποικίλλει ανάλογα με τις εποχές και τα έτη: τα 10.000 τ. χλμ. στις περιόδους ανομβρίας γίνονται 22.000 κατά την εποχή των βροχών, αλλά λέγεται ότι στο παρελθόν είχε φτάσει έως τα 50.000 τ. χλμ. Είναι διάσπαρτη από νησάκια, μερικά από τα οποία κατοικούνται από ψαράδες. Από τα λίγα κέντρα που βρίσκονται στις όχθες της είναι η Μπολ (Δημοκρατία της Τσαντ) και η Νγκουίγκμι (Νίγηρας).
Αεροφωτογραφία της λίμνης Τσαντ στην Αφρική (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
* * *
το, Ν
άκλ. φρ. «γλώσσες Τσαντ»
γλωσσ. γλώσσες που μιλιούνται στη βόρεια Νιγηρία, στη βόρεια Γκάνα, στη Δημοκρατία τού Νίγηρα, στο Καμερούν και σε περιοχές τού Τόγκο, τού Μπενίν, τού Τσαντ και τής Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …   Dictionary of Greek

  • σουδανικές γλώσσες — Ομάδα αφρικανικών γλωσσών που τις μιλούν πενήντα περίπου εκατομμύρια άνθρωποι. Ο χώρος που καλύπτουν οι γλώσσες αυτές ορίζεται προς τα Β και προς τα Α από τις χαμιτο σημιτικές γλώσσες και προς τα Ν από τις γλώσσες της ομάδας μπαν τού. Σε αντίθεση …   Dictionary of Greek

  • Κεντροαφρικανική Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής Παλαιότερες ονομασίες: Oυμπανγκί Σαρί (έως το 1960) / Κεντροαφρικανική Αυτοκρατορία (1976 79) Έκταση: 622.984 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.986.400 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Μπανγκί (669.800 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Φορ-Λαμί — Πόλη (512.000 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Τσαντ, γνωστή σήμερα και με το τοπικό της όνομα Ν’ζαμένα. Χτισμένη κοντά στη συμβολή του Λογκόν με το Σαρί, περίπου 100 χλμ. από την εκβολή στη λίμνη Τσαντ και στα σύνορα σχεδόν με το Καμερούν,… …   Dictionary of Greek

  • Κομαντούγκου Γιόμπε — (Komadougou YobeKomadugu Yobe). Ποταμός (467 χλμ.) της βορειοανατολικής Νιγηρίας. Σχηματίζεται από τη συμβολή των ποταμών Χαντέγια και Κατάγκουμ, διασχίζει μια εύφορη γεωργική περιοχή και εκβάλλει στη λίμνη Τσαντ. Ο κάτω ρους του διαγράφει τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • Νάχτιγκαλ, Γκούσταφ — (Gustav Nachtigal, Άιχστετ, Σαξονία 1834 – Ακρωτήριο Πάλμας, Κόλπος Γουινέας 1885). Γερμανός εξερευνητής. Ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που έφτασε στην περιοχή του Τιμπέστι και διαπίστωσε ότι συνδέονται μεταξύ τους οι λεκάνες του Νίγηρα και του Νείλου …   Dictionary of Greek

  • Σαχάρα — Αφρικανική έρημος που καταλαμβάνει μια εξαιρετικά εκτεταμένη περιοχή του βόρειου τμήματος της ηπείρου (8 περίπου εκατομμύρια τ. χλμ.) και που ορίζεται από την ακτή της Σύρτης, τα τυνησιακά sciott, τις κλιτύς του Άτλαντα, το εσωτερικό δέλτα του… …   Dictionary of Greek

  • Ceremonie d'ouverture des jeux Olympiques de 2004 — Cérémonie d ouverture des Jeux olympiques de 2004 La cérémonie d ouverture des JO 2004 a débuté au stade olympique d Athènes vers 20h45 locale. Elle fut conçue par le chorégraphe Dimitri Papaioannou, directeur de Omada edafous . Les costumes… …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”